- κυδρότερον
- κῡδρότερον , κυδρόςmore lustilyadverbial compκῡδρότερον , κυδρόςmore lustilymasc acc comp sgκῡδρότερον , κυδρόςmore lustilyneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδρός — κυδρός, ά, όν (Α) 1. ένδοξος, επιφανής («Ἥρη... Διὸς κυδρὴ παράκοιτις», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) υπερήφανος, καμαρωτός 3. φρ. «κυδρότερον πίνω» πίνω με μεγαλύτερη όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + επίθημα ρός (πρβλ. αισχ ρός, ψυχ ρός). Κατά μία τολμηρή… … Dictionary of Greek